χασαπόσκυλο

χασαπόσκυλο
τό
1) бродячая собака; 2) паразит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χασαπόσκυλο" в других словарях:

  • χασαπόσκυλο — το, Ν 1. αδέσποτος μεγαλόσωμος σκύλος που συχνάζει στα κρεοπωλεία 2. μτφ. (για πρόσ.) χαραμοφάης …   Dictionary of Greek

  • χασαπόσκυλο — το αδέσποτος μεγάλος σκύλος που περιφέρεται στα κρεοπωλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασαπόσκυλος — ο, Ν το χασαπόσκυλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»